Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος - του ιερέα Ανδρέα Κόκκινου εφημέριου Λιβαδίων:( Ένας αξέχαστος ήρωας της επανάστασης 1830-1866)

 

Του ιερέα Ανδρέα Κόκκινου εφημέριου Λιβαδίων

Ο Ιωάννης Δ. Σωπασής ή Κούβος, γόνος της μεγάλης Λιβαδιώτικης οικογένειας των Σωπασήδων άνδρας επιβλητικός με αυστηρά μάτια με ανδροπρεπές παράστημα, με αποφασιστικότητα και γενναιότητα εντάχθηκε πολύ νέος σε ηλικία στο κίνημα Μαυρογένη το 1858. Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε τη Μαγδαληνή Κόκκινου, θυγατέρα του πατρός Νικολάου Κόκκινου ή (παπά Κρανιώτη), με την οποία απέκτησαν ένα γιο τον Δημήτριο Ιωαν. Σωπασή.

Πάντα οραματιζόταν την απελευθέρωση της Κρήτης από του Οθωμανούς και την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα. Γι’ αυτό και έδειξε έτοιμος στο κάλεσμα από την επαναστατική επιτροπή.  Όταν του ανέθεσε η επιτροπή αυτή με απόλυτη μυστικότητα και επιτηδειότητα την εκκαθάριση ορισμένων επικίνδυνων Τούρκων που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Μέσα Μυλοποτάμου, η αφάνιση τους έπρεπε να γίνει από ένα πολύ γενναίο άνδρα της εποχής εκείνης. Όμως κάποια φορά σε ενέδρα που έστησαν ο ίδιος και ο αδερφός του Γεώργιος Σωπασής ή Τριτσέτος στη θέση Δοξαρό, εμφανίστηκαν δυο έφιπποι, ένας τούρκος λοχαγός με το όνομα Μεχμέτ από την Κωνσταντινούπολη και ο συνοδός του χωροφύλακας (σουβαρής), με τους οποίους συγκρούστηκαν σκοτώνοντας τον πρώτο και τραυματίζοντας το δεύτερο.

Για το παραπάνω γεγονός την ευθύνη ανάλαβε ο Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος και έκτοτε έκανε το χαΐνη στις απάτητες και δύσβατες κορφές του Ψηλορείτη, ο οποίος είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και δεν γνώριζαν πού και πότε θα τον συναντούσαν.

Στο πλαίσιο κάποιας αμνηστίας ο τότε γενικός διευθυντής Κρήτης Ισμαήλ πασάς υποσχέθηκε στο γενικό αρχηγό Μιχαήλ Κόρακα και στον πεθερό του παπα-Κρανιώτη, πως αν παραδινόταν ο καταζητούμενος πλέον Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος άφηνε τη ζωή του χαΐνη και παραδινόταν στον ίδιο, θα του χάριζε τη ζωή.

Ο Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος υπέκυψε στις πιέσεις και αποφάσισε να παρουσιαστεί μόνος του στα Χανιά. Ο Ισμαήλ πασάς του χάρισε πραγματικά τη ζωή, αλλά δεν εμπόδισε τις αρχές να τον καταδικάσουν ισόβια και να τον στείλουν στις φυλακές της Ρόδου, μαζί με τους επίσης Μυλοποταμίτες Ιωάννη Κλίνη, τον Αριφογιώργη και τον Γεώργιο Κουτσοκέρη ή Βάμβουκα, ως επικίνδυνους για απόδραση.

Παρά τα προληπτικά μέτρα η απόπειρα απόδρασης δεν καθυστέρησε. Κάποιος φίλος του, του πέρασε σε ένα κομμάτι οφτό κρέας αιχμηρό αντικείμενο (λίμα) για να κόψει τις αλυσίδες. Όμως η απόδραση απέτυχε. Γι’ αυτό οι υπεύθυνοι των φυλακών Ρόδου με μεγάλη δύναμη τον μετέφεραν στις ασφαλέστερες φυλακές της Χίου.

Μόλις οι χριστιανοί της Χίου πληροφορήθηκαν και έμαθαν για τη ζωή του, αποφάσισαν να τον απελευθερώσουν. Του έβαλαν σε ένα μικρό μεταλλικό δοχείο (τζισβέ) στο χερούλι του μικρό γράμμα που γινόταν η συνεννόηση για την απόδρασή του. Γρήγορα το σχέδιο ολοκληρώθηκε και η απόδρασή του έγινε πραγματικότητα. Βρέθηκε σε μικρό δάσος και στη συνέχεια στην περιοχή Βροντάδες από όπου το 1863 συνέχισε το ταξίδι του για τη Σύρο με ένα μικρό καΐκι.

Εκεί κατατάχθηκε στην πολιτοφυλακή του νησιού. Όταν όμως έφτασε στ’ αυτιά του ότι γίνεται προετοιμασία για τη μεγάλη Κρητική επανάσταση 1866-1869 επιστρέφει στην Κρήτη και εντάσσεται στο μεγάλο αγώνα κατά των Οθωμανών αυτή τη φορά όμως ως πεντακοσίαρχος.

Συγκρότησε 45μελές σώμα επίλεκτων ανδρών των ορεινών χωριών (Λιβαδίων, Κράνας, Ζωνιανών) πάνοπλων ρωμαλέων επιβλητικών ανδρών, για την υπεράσπιση του Αρκαδίου.

Η εμφάνιση της ομάδας του Ιωάννη Σωπασή ή Κούβου στο ιστορικό μοναστήρι του Αρκαδίου, προκάλεσε θαυμασμό και ενθάρρυνση σε όλους τους πολεμιστές που βρισκόταν στη μονή. Το 45μελές σώμα του Κούβου προσκάλεσαν οι πατέρες της μονής για φαγητό στην τράπεζα προσφέροντας τους ένα τράγο του μοναστηριού. Ο κουραδοκονόμος του Αρκαδίου Παρθένιος Κανακάκης προσέφερε την κουτάλα του τράγου (σαν επίλεκτος μεζές) στον Ιωάννη Σωπασή. Όπως τη γευόταν είδε πάνω σε αυτή την πολιορκία του Αρκαδίου. Αμέσως με μια μεγάλη φωνή είπε στα παλικάρια του: «Στα όπλα σας μωρέ παιδιά, μας ζώσανε οι Τούρκοι. Κουράγιο! Ελευθερία ή θάνατος!» φώναξε δυνατά. Τότε έδωσε το πρώτο σύνθημα. Τότε οι άνδρες του Κούβου πήγαν στις θέσεις τους και πολεμούσαν σαν λιοντάρια.

Ασκέρι αμέτρητο από Τούρκους ερχόταν από τα τρία μέρη του Αρκαδίου (Ανθρωπόλακκο, Καρέ, Μετόχι). Τότε ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Εκείνο το βράδυ η επαναστατική επιτροπή μαζί με τους πρωτοκαπεταναίους, συνεδρίασαν για να πάρουν κρίσιμες και κοινές αποφάσεις.

Αποφάσισαν να στείλουν δυο γοργοπόδαρους αγγελιοφόρους που θα περνούσαν μέσα από το στρατόπεδο των Τούρκων, για να μεταφέρουν τον Παύλο Κορωναίο ο οποίος βρισκόταν στο Κλεισίδι του Αμαρίου και στη συνέχεια στον πάνω Μυλοπόταμο, το μήνυμα της έναρξης του αγώνα της Κρητικής Επανάστασης και να ζητήσουν τη δική τους βοήθεια. Το μήνυμα υπογράφεται από την επιτροπή, το φρούραρχο Ιωάννη Δημακόπουλο και τους καπεταναίους Ιωάννη Σωπασή ή Κούβο και Μανόλη Παχλά.

Ως αγγελιοφόροι επιλέχθηκαν ο Νικόλαος Κόκκινος (παπα-Κρανιώτης) πεθερός του Κούβο, χιλίαρχος, που πήδηξε από το παράθυρο νότια της μονής και διέφυγε, περνώντας μέσα από τους Τούρκους. Δεύτερος αγγελιοφόρος ήταν ο Αδάμ Παπαδάκης από το Πίκρι. Και οι δυο τους έφεραν σε πέρας την αποστολή τους.

Η επόμενη μέρα ήταν πολύ δύσκολη. Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του κανονιού των Τούρκων (Κουτσαχείλα) προκάλεσαν μικρή σχισμή στα τείχη από την οποία κατάφεραν να μπουν κάποιοι Τούρκοι στην αυλή.

Τα παλικάρια του Ιωάννη Σωπασή ή Κούβου τους σκότωσαν όλους και έκλεισαν τη ρωγμή με πέτρες, σανίδια, σακιά γεμάτα στάρι και ό,τι άλλα πρόχειρα υλικά βρήκαν μπροστά τους. Όμως η Κουτσαχείλα συνέχισε να πετά τα βόλια της, το ένα μετά το άλλο, τα οποία τράνταζαν ολόκληρο το δυτικό τείχος της μονής. Η μάχη συνεχίζονταν. Μια δυνατότερη κανονιά έσπασε το κεντρικό θυρόφυλλο της πόρτας. Τότε η μάχη άρχισε να γίνεται σώμα με σώμα. Σπαθιές, μαχαιριές, κραυγές και φωνές πόνου γέμιζαν το χώρο της αυλής του μοναστηριού. Δυστυχώς η γενική εικόνα δεν ήταν αναστρέψιμη. Η κατάρρευση της κεντρικής πύλης επέτρεψε στους Τούρκους να μπαίνουν ασταμάτητα.

Οι δυο λέξεις «ελευθερία ή θάνατος» που ήταν το σύνθημα των επαναστατών γίνεται πλέον πραγματικότητα. Ένας διαφορετικός πυροβολισμός από τους συνηθισμένους ακούστηκε εκείνη τη στιγμή. Ήταν η ανατίναξη της μονής που η λάμψη της φώτισε τη γύρω περιοχή και έφτασε ως τον ουρανό.

Ο Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος δεν είχε την «τύχη» να σκοτωθεί σ’ εκείνη την μαρτυρική μάχη, ούτε να κοπεί το νήμα της ζωής του σ’ εκείνο το χαλασμό των αλλεπάλληλων εκρήξεων. Έγινε μόνο από ξανθός κατάμαυρος από τον καπνό του μπαρουτιού. Και όταν μετά την ανατίναξη τον συνέλαβαν οι Τούρκοι αιχμάλωτο, μαζί με όσους επέζησαν και τους έστειλαν συνοδεία στο Ρέθυμνο, δεν τον αναγνώρισαν.

Όταν η συνοδεία του στρατού περνούσε από το χωριό Μέση, κάποιοι ντόπιοι στρατιώτες τον αναγνώρισαν και ζήτησαν να τους τον αφήσουν «χάρισμα», γιατί είχε πολλά να πληρώσει. Πραγματικά ο στρατός τον άφησε εκεί και αυτοί έδειξαν πάνω στο πληγωμένο του σώμα όλα εκείνα τα «ευγενικά αισθήματα» που έκρυβαν οι ψυχές τους. Ο θάνατος του ήταν μαρτυρικός και επώδυνος. Ό,τι απόμεινε από το κατακερματισμένο σώμα του, οι χριστιανοί το έθαψαν  στον περίβολο του ιερού ναού του αγίου Ιωάννου του ίδιου χωριού.

Η ζωή του και η δράση του Ιωάννη Σωπασή ή Κούβου ξεπέρασαν τα όρια της ιστορίας και έγινε θρύλος.

Αιωνία η μνήμη του

 

Πηγές Μιχάλης Τρούλης 2006 πρόεδρος ΙΛΕΡ

Βενέρης Τιμόθεος 1938

ΓΑΚ-ΙΑΚ : Γενικά αρχεία κράτους-Ιστορικό αρχείο Κρήτης