Σταθμό στην ιστορία της Αντίστασης των Ανωγείων αποτελούν οι μορφές των Ανωγειανών γυναικών. Η ιστορία ακόμη δεν έχει σκύψει να καταγράψει τη μεγάλη προσφορά της γυναίκας των Ανωγείων τα χρόνια 1941-1944.
Μια σημαντική Ανωγειανή μορφή ήταν η Ζαφειρένια Ξυλούρη ή Μπαμπακιούδενα που πριν από λίγες ημέρες άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 97 ετών. Στο πρόσωπό της συνδέονται η γυναίκα του αντάρτη, η μάνα που μεγάλωνε τα παιδιά της με υπερηφάνεια και καρτερία, η Ανωγειανή που τροφοδοτούσε το αντάρτικο, η γυναίκα που είδε το χωριό της να εξαφανίζεται και να δημιουργείται πάλι από την αρχή, η χαροκαμένη μητέρα που είχε την «τιμή» να ξεψυχήσει το παιδί της ο Στεφανής στα χέρια της από το βόλι ενός βάρβαρου εχθρού. Βάρβαρος γιατί δε σεβάστηκε ούτε τα μικρά παιδιά, ικανοποιώντας τη δίψα του για αίμα και πόνο πατώντας πάνω στις αθώες παιδικές ψυχές. Στις 30 Ιανουαρίου 2014 πέρασε στην αιωνιότητα. Αφιερώνουμε την παρακάτω αφήγηση της ίδιας στο Γιώργο Καλογεράκη την Άνοιξη του 2004.
Αφήγηση Ζαφειρένιας Ξυλούρη -Σκουλά του Εμμανουήλ ή Μπαμπακιούδαινας : …το πρωί όταν ξημέρωσε η μέρα ήρθανε και είπανε να πάνε απάνω όλα τα γυναικόπεδα. Το διατάξανε οι Γερμανοί. Ο άντρας μου ήτανε αντάρτης στο βουνό. Άντρες στο χωριό δεν υπήρχανε. Όλοι ήτανε αντάρτες. Οι Γερμανοί εβρήκανε πολλά γυναικόπεδα στο χωριό. Αν ήθελα δε βρούνε τόσα πολλά γυναικόπεδα οι Γερμανοί στο χωριό ήθελα μας εσκοτώσουνε. Άμα επήγαμε στο σχολείο μας είπανε να πάμε να πάρομε από το σπίτι μας κάτι ότι ήθελα μπορούμε να σηκώνομε. Πως ήθελα μας εφύγουνε δεν το ξέραμε βέβαια. Ήρθαμε μεις, ήρθενε και το παιδί μου, αυτό μου κλούθανε αυτό ήτονε εννιά χρονών. Το λέγαμε Στεφανή. Τότε εγώ είχα τρία παιδιά. Το άλλο βράδυ είχαμε φύγει πάλι από τα σπίτια μας και είχαμε πάει απέναντι και εξομείναμε έξω. Επεριμέναμε να έρθουνε οι Γερμανοί. Τα παιδιά ενομίζανε ότι ήθελα να πάμε πάλι έξω από το χωριό να ξομείνομε. Εγώ ήμουνε μέσα στο σπίτι και έγκυος οχτώ μηνών. Γύρευγα να πάρω ρούχα για την γέννα μου. Μπαίνει ο Στεφανής και μου λέει :
-Μάνα, ήντα να πάρω ;
Είχαμε δυο γειτονάκια, το Μιχάλη και το αδερφάκι του το Γιώργη το Μπροκάκη. Του φωνιάζανε του Στεφανή. Το παιδί εγώ δεν τ’άκουσα που φώναζε του δικού μου. Είπα του Στεφανή μου :
-Πάρε παιδί μου το πάπλωμα και πήγαινε.
Δεν εκατάλαβα πως τα παιδιά δεν ήθελα γιαγύρουνε στο σχολειό μόνο να πάρουνε απάνω προς το βουνό. Το παιδί επήρε το πάπλωμα και εγώ στο σπίτι μέσα εγύρευγα τα ρούχα που μου χρειάζουνται. Τα βάνω σ’ένα τσουβάλι. Γρικώ τον πυροβολισμό κι ήμουνε μες στο σπίτι. Το παιδί μου ήτονε στο γύρο του δρόμου, στην καμάρα, εκεί που είναι ο Άγιος Νεκτάριος. Εγώ δεν άκουσα πως τους φώναξε ο Γερμανός.
Το γειτονάκι μας επήρε τον Στεφανή και πηγαίνανε προς τα πάνω να βγούνε έξω από το χωριό. Εγώ έβαλα το τσουβάλι τα ρούχα στον ώμο, το σηκώνω και εβγήκα και προχώρησα προς την μεριά της καμάρας. Εκεί που πήγαινα μου λέει του Μίχαλου η μάνα, η Ελένη Σκουλά :
-Έ καημένη, εσκοτώσα το.
Εγώ εξαφνιάστηκα, δεν εκατάλαβα και επήγαινα. Πάω και το βρίσκω πεσμένο στο δρόμο. Ήτανε πηγεμένες μερικές γυναίκες, πολλά παιδιά εστέκανε από πάνω του. Ο Γερμανός είδε τα παιδιά ότι δεν επηγαίνανε προς το σχολειό, τους εφώναξε αλλά αυτά δεν εδώκανε σημασία και επυροβόλισε. Η σφαίρα εβρήκε το δικό μου παιδί, τον Στεφανή μου.
Επήγα και το βάνω στα γόνατά μου. Η σφαίρα το βρήκε στο λαιμό. Ο Στεφανής μου άνοιξε το στόμα του και ετελείωσε. Έρχεται ο Γερμανός με το όπλο. Μου λέει να φύγω. Εγώ δεν έφευγα και τον έξύβριζα. Αυτός το καταλάβαινε πως τον έβριζα. Μου λέει ο Γερμανός ότι κι εγώ καπούτ. Εγώ δεν έφευγα μόνο έκλαιγα. Επήρα το πρόσωπο του Στεφανή μου και το καθάριζα από τα χώματα και εμοιρολογούμουνε. Του’πλυνα το πρόσωπο με τα δάκρυά μου. Ύστερα δεν μ’αφήκανε οι γυναίκες μόνο με πήρανε και φύγαμε. Το παιδί μου έμεινε εκεί πεσμένο. Έμεινε ξοπίσω η πεθερά μου και δυο τρεις άλλες γυναίκες. Εμείς οι υπόλοιπες επήγαμε στο Αρμί στο σχολειό.
Οι Γερμανοί δεν εφήνανε να πάρουνε το παιδί από κια. Η πεθερά μου η Μαγδαληνή Ξυλούρη εβρήκε μια τση ανιψιά Κατερίνη Γιαννιούδαινα την λέγανε και πήγανε στους Γερμανούς και τους λένε να πάρουνε το παιδί. Ελέγανε των Γερμανών να πάρουνε το παιδί να το πάνε στην εκκλησία. Οι Γερμανοί δεν αφήνανε μόνο τση στείλανε στο φυλάκιο και τον έδωκε χαρτί ο υπεύθυνος και έτσι το πήρανε. Το πήγανε μες στην εκκλησία. Και έκαμενε έξε μερόνυχτα μες στην εκκλησία άθαφτο.
Άμα το πήρανε το παιδί και το πήγανε στην εκκλησιά η πεθερά μου ήρθε κι αυτή στο σχολειό. Μας επήγανε οι Γερμανοί στο Γενή Γκαβέ. Εκεί εξωμείναμε. Το πρωί μας εβάνουνε στον αμαξωτό, μας επροπατούσανε και επήγαμε στο Πέραμα. Όλα τα γυναικόπαιδα του χωριού. Εκεί μας εφήκανε σ’ένα λιόφυτο. Ήτανε σπερνό τση Παναγίας. Μας εφέρανε οι ανθρώποι ελιές ψωμί, πατάτες ότι είχανε. Μετά μας επήρανε οι Μυλοποταμίτες στα σπίτια ντως. Κάθε οικογένεια έπαιρνε και μια από τις δικές μας, μας το κάνανε πολύ καλά. Εγώ δεν επήγα στο Πέραμα. Ήρθε ένας και τονε λέγανε Σαρή και γνώριζε τον αδερφό μου τον παπά - Γιάννη.
Μας επήρε και μας επήγε σ’ένα δικό του σπίτι στο Μελιδόνι. Του άντρα μου δεν του λέγανε την αλήθεια πως εσκοτώσανε οι Γερμανοί το Στεφανή μας. Μόνο του λέγανε άλλα. Μια μέρα του λέει η Λακιώταινα :
-Έ καημένε Μανόλη, παίζουσί σε. Το κοπέλι σου σκοτώσανε οι Γερμανοί.
Πηγή: anogi.gr